σαραλίκι

σαραλίκι
και σαριλίκι, το, Ν
αρρώστια που προσβάλλει τους ανθρώπους και πολλά ζώα και η οποία προσδίδει κίτρινη απόχρωση στην όψη τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sari-lik «κιτρινίλα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”